- κρυαμάρα
- ησαχλό, ανόητο αστείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + κατάλ. -αμάρα (πρβλ. κουτ-αμάρα, κουφ-αμάρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek